- ποπό
- Νεπιφών. βλ. πωπώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποπό — και πόπο επιφών. που δηλώνει θαυμασμό, φόβο, απορία, έκπληξη κτλ.: Ποπό κόσμος! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποπός — ο, Ν πισινός, κώλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφών. ποπό*. Σύμφωνα όμως με άλλη άποψη, πρόκειται για λ. που προέρχεται από την παιδική γλώσσα] … Dictionary of Greek
πωπώ — και ποπό! Ν επιφώνημα που δηλώνει: α) έκπληξη, θαυμασμό («πωπώ, τί μεγάλο ψάρι είναι αυτό!») β) δυσαρέσκεια, αηδία («πωπώ, τί άσχημο κτήριο!») γ) στενοχώρια («πωπώ, τί κακό που μάς βρήκε!»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάω! πάω! ως επιφών. πόνου ή, κατ άλλους… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
Σιέρα Μάδρε — (Sierra Madre). Μεγάλη οροσειρά που περιβάλλει τα κράσπεδα του κεντρικού υψίπεδου του Μεξικού· η ακανόνιστη μορφή που διασπάται με στρογγυλωπά κι επίπεδα ανάγλυφα, απομονωμένα από βαθιούς λαιμούς, δείχνει ότι η διάβρωση έπαιξε σημαντικό ρόλο στο… … Dictionary of Greek
Σουμμάκης, Άγγελος — Ιατροφιλόσοφος και λόγιος του 18ου αι., που αναφέρεται και ως Συμμάχιος. Καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Σπούδασε στο ελληνικό φροντιστήριο του Κουτώνιου, ελληνική, ιταλική και λατινική φιλολογία και φιλοσοφία και ιατρική στην Πάδοβα. Έγραψε πολλά έργα … Dictionary of Greek
που — 1. αναφορ. αντων., άκλ. για κάθε γένος, πτώση και αριθμό, ο οποίος, η οποία, το οποίο. 2. αναφορ. τοπ. επίρρ.: Το κλειδί θα το βρεις εκεί που το αφήναμε πάντα. 3. σύνδ. αιτιολ.: Χάρηκα που σε είδα. 4. σύνδ. χρον.: Είναι τόσα χρόνια που περιμένω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)